Ημερολόγιο
Νοέμβριος 2011
![](https://anti-cancer.gr/images/test.png)
![](https://anti-cancer.gr/images/martiries_banner_small.png)
![](https://anti-cancer.gr/images/banner_efimerida_03.png)
![paptesthellas](https://anti-cancer.gr/images/banner_prosimptomatikos.jpg)
Απαντά η Ελληνική Χειρουργική Εταιρεία Μαστού
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας στην εποχή μας, προσβάλλοντας στη χώρα μας περισσότερες από 4.000 γυναίκες κάθε χρόνο. Η συχνότητά του συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε περίπου 400.000 νέες περιπτώσεις ανά έτος. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί διεθνώς ότι μειώνεται συνεχώς ο αριθμός των γυναικών που χάνουν τη ζωή τους από τη νόσο. Το γεγονός αυτό βασίζεται κυρίως στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου σε «πρώιμο» στάδιο και κατά δεύτερο λόγο στην εξέλιξη και την εφαρμογή νέων και αποτελεσματικότερων θεραπειών.
Η βασική αιτία παραμένει άγνωστη. Μία γυναίκα όμως έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρκίνο μαστού ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που συγκεντρώνει και τέτοιοι είναι: η ηλικία (όσο μεγαλώνει αυξάνει η πιθανότητα), το οικογενειακό ιστορικό (μητέρα ή αδελφή με καρκίνο μαστού), η διάρκεια των ετών της περιόδου (πρώιμη εμμηναρχή - καθυστερημένη εμμηνόπαυση), η ατεκνία ή η καθυστερημένη πρώτη κύηση, η παχυσαρκία, η μακροχρόνια χρήση ορμονικής υποκατάστασης.
Καλό είναι να διευκρινισθεί ότι άλλο είναι αυτό που λέμε «θετικό οικογενειακό ιστορικό», το να έχει δηλαδή μία γυναίκα τη μητέρα της ή την αδελφή της που είχε καρκίνο του μαστού, και άλλο ο «κληρονομικός» καρκίνος το μαστού. Στον κληρονομικό καρκίνο του μαστού, έχουμε εντοπίσει γονίδια (BRCA1 & 2), τα οποία ευθύνονται για την εμφάνισή του. Η ύπαρξη μίας βλάβης (μετάλλαξης) σε ένα τέτοιο γονίδιο, αυξάνει πάρα πολύ την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου που φθάνει περίπου στο 80% κατά τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας, ενώ συγχρόνως συνοδεύεται από υψηλή πιθανότητα, περίπου 60%, εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών. Ο κληρονομικός όμως καρκίνος του μαστού, αποτελεί μικρό ποσοστό των καρκίνων. Σε 100 γυναίκες με καρκίνο του μαστού, ο κληρονομικός καρκίνος θα ευθύνεται για την προσβολή 5-7 γυναικών. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί το να κάνει μία γυναίκα τα γενετικά τεστ και να αποδειχθούν αρνητικά, δεν πρέπει να εφησυχάσει. Απλώς, έχει αποκλείσει αυτό το ποσοστό του 5-7%. Άρα, θα πρέπει συνεχίζει το προληπτικό έλεγχο των μαστών της κανονικά.
Στις μικρές ηλικίες, κάτω των 35 ετών, θα ήταν χρήσιμο να αυτο-εξετάζει τους μαστούς της μία φορά το μήνα. Μεταξύ 35-40 ετών θα πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση των μαστών κάθε δύο χρόνια και να κάνει το πρώτο έλεγχο με μαστογραφία. Από την ηλικία των 40 ετών, θα πρέπει να υποβάλλεται σε μαστογραφία και κλινική εξέταση των μαστών από εξειδικευμένο ιατρό, μία φορά το χρόνο. Όσο νωρίτερα διαγνωσθεί ένας καρκίνος του μαστού, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για επιτυχημένη θεραπεία. Την καλύτερη πορεία έχει ένας μη-διηθητικός καρκίνος (insitu) ή ένας μικρού μεγέθους καρκίνος που ανιχνεύθηκε στη μαστογραφία. Γι’ αυτό και ο ετήσιος μαστογραφικός έλεγχος μετά την ηλικία των 40 ετών αποτελεί το κυριότερο μέσο έγκαιρης διάγνωσης. Άλλωστε, η αύξηση του ποσοστού των καρκίνων που ανιχνεύονται με τη μαστογραφία, πριν γίνουν αντιληπτοί με τη κλινική εξέταση ή την αυτοεξέταση της γυναίκας, είναι ο κύριος λόγος της βελτίωσης της πορείας των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην εποχή μας.
Πρακτικός κίνδυνος από την ακτινοβολία δεν υπάρχει. Με τα σημερινά μηχανήματα, τα οποία σημειωτέον όλα είναι πολύ χαμηλής δόσεως, ο πρακτικός κίνδυνος από την ακτινοβολία της μαστογραφίας είναι αμελητέος, ειδικά αν σκεφθεί κανείς το όφελος που προκύπτει, αφού η μαστογραφία μόνη της, μείωσε τη θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού κατά 30%, ανιχνεύοντας πιο νωρίς τους καρκίνους.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ τα μηχανήματα υπερήχων. Η δυνατότητα μελέτης της αγγείωσης των αλλοιώσεων του μαστού, η χρήση της ελαστογραφίας, οι τρισδιάστατες εικόνες που δίνουν οι νέοι 3D υπέρηχοι, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη διάγνωση. Σημαντική επίσης είναι η βοήθεια της Μαγνητικής Μαστογραφίας, η οποία εφαρμόζεται με συγκεκριμένες ενδείξεις. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι βασική εξέταση έγκαιρης διάγνωσης εξακολουθεί να είναι η κλασική μαστογραφία. Ειδικά οι νέοι ψηφιακοί μαστογράφοι μπορούν να έχουν υψηλή ευκρίνεια και στους δύσκολους, πυκνούς μαστούς.
Όσον αφορά τη χειρουργική πολύ σημαντική εξέλιξη είναι η καθιέρωση των επεμβάσεων που διατηρούν τον μαστό, οι τεχνικές της «ογκοπλαστικής» που βοηθούν ακόμη περισσότερο σε αυτή τη κατεύθυνση ώστε να έχουμε πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Επίσης, η τεχνική του «φρουρού λεμφαδένα» που επιτρέπει την αποφυγή εκτεταμένης εγχείρησης στη μασχάλη όταν δεν χρειάζεται.
Από τη πλευρά της φαρμακευτικής θεραπείας, κυρίως η στροφή προς εξατομικευμένες και στοχευμένες θεραπείες, φάρμακα δηλαδή που επιλέγονται έπειτα από ειδικές αναλύσεις ευαισθησίας για να καταπολεμήσουν τον συγκεκριμένο όγκο, της συγκεκριμένης ασθενούς. Ειδικά στον τομέα της ορμονοθεραπείας, σημαντική είναι η ευρεία χρήση των αναστολέων της αρωματάσης στις μετεμμηνοπαυσικές ασθενείς με ορμονοευαίσθητο καρκίνο του μαστού. Μεγάλες κλινικές μελέτες τα τελευταία χρόνια έδειξαν ότι η χορήγησή τους εξαρχής αντί για ταμοξιφένη (αναστραζόλη και λετροζόλη) ή μετά 2-3 χρόνια χορήγησης ταμοξιφένης (εξεμεστάνη) αλλά ακόμη και μετά την ολοκλήρωση 5ετούς θεραπείας με ταμοξιφένη (εκτεταμένη θεραπεία με λετροζόλη) μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη πορεία της νόσου και να απομακρύνει τη χρονική στιγμή ανάπτυξης μεταστάσεων.
Για να γίνει αυτό πράξη και στην Ελλάδα, χρειάζεται ένας συνδυασμός προσπαθειών σε συγκεκριμένους τομείς όπως: κατάλληλη εκπαίδευση και εξειδίκευση των ιατρών σε αυτόν τον τομέα της Ιατρικής και παρακολούθηση των εξελίξεων, οργάνωση Μονάδων Μαστού, όπου ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, που έχουν ειδική εκπαίδευση στο καρκίνο του μαστού (χειρουργοί, ακτινοδιαγνωστές, παθολόγοι ογκολόγοι, ογκολόγοι ακτινοθεραπευτές κ.ά.) συνεργάζονται για την πρόληψη, τη διάγνωση και την αντιμετώπιση των γυναικών με προβλήματα μαστού, ποιοτικός έλεγχος και προαγωγή των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας από τους αρμόδιους φορείς της πολιτείας και των ειδικών επιστημονικών συλλόγων, και τέλος, ενημέρωση των ίδιων των Ελληνίδων για τις μεθόδους πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης, με τη συνεργασία της πολιτείας, των σχετικών ΜΚΟ και των εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων.
Στην εποχή μας, ο καρκίνος του μαστού είναι μία νόσος που μπορεί να νικηθεί, αρκεί να διαγνωσθεί έγκαιρα και σε αυτό είναι η ίδια η γυναίκα που μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό της. Ο τακτικός, συστηματικός έλεγχος των μαστών με ετήσια μαστογραφία και κλινική εξέταση, εφόσον ανιχνευθεί ένας πρώιμος καρκίνος, θα προσφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα όπως τη τοπική αφαίρεση του όγκου με άριστο αισθητικό αποτέλεσμα και αποφυγή της μαστεκτομής, την ευκολότερη αντιμετώπιση με θεραπείες με λιγότερες παρενέργειες και το σημαντικότερο, τις περισσότερες φορές τη πλήρη ίαση, όπως σε μη-διηθητικούς όγκους (in situ) και αψηλάφητους, μικρού μεγέθους καρκίνους που ανιχνεύθηκαν στη μαστογραφία.
Η χρήση της μαστογραφίας και του υπερηχογραφήματος δεν μπορεί να αποτρέψει τη δημιουργία ενός καρκίνου στον μαστό της γυναίκας που κάνει προληπτικό έλεγχο με αυτά τα μέσα. Μπορεί όμως να διαγνώσει «έγκαιρα» και σε μικρό μέγεθος έναν καρκίνο που αναπτύσσεται και με αυτό τον τρόπο να βοηθήσει σημαντικά στη μετέπειτα πορεία της βελτιώνοντας ουσιαστικά τη πρόγνωση. Σε μερικές περιπτώσεις, η μαστογραφία μπορεί να απεικονίσει πολύ πρώιμες μορφές καρκίνου με τη μορφή «μικρο-ασβεστώσεων», πολύ πριν από την ανάπτυξη ενός κανονικού καρκίνου· έτσι, η άμεση αντιμετώπιση σε αυτό το στάδιο μπορεί να έχει πλήρη ίαση.
Πολλές φορές δημιουργείται το ερωτηματικό σε γυναίκες που δεν έχουν «παράγοντες κινδύνου» γιατί τελικά εμφάνισαν καρκίνο στον μαστό τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ έχουμε εντοπίσει παράγοντες που αυξάνουν το κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού όπως π.χ., η παχυσαρκία, τα αίτια ανάπτυξης καρκίνου στον μαστό είναι πολλαπλά. Έτσι, ενώ μερικοί παράγοντες μπορούν να «βοηθήσουν» την ανάπτυξη καρκίνου, η απουσία τους δεν σημαίνει πλήρη προστασία. Κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού υπάρχει σε κάθε γυναίκα.
Στην εποχή μας, με την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου σε μικρό μέγεθος, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορούμε να αποφύγουμε τη μαστεκτομή και να διατηρήσουμε τον μαστό, αφαιρώντας μόνον τον όγκο τοπικά και προσθέτοντας στη συνέχεια ακτινοθεραπεία, χωρίς να επηρεάζεται η πορεία της ασθενούς. Όταν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει «τεχνικά» γιατί π.χ. υπάρχουν ενδείξεις για πολλαπλές, μικρές εστίες καρκίνου στον μαστό, ο μαστός έχει πολύ μικρό μέγεθος ή ο όγκος είναι μικρός αλλά διηθεί τη θηλή, τότε η μαστεκτομή είναι η ενδεδειγμένη λύση και η εμφάνιση της ασθενούς μπορεί να αποκατασταθεί συγχρόνως ή στη συνέχεια με μία επανορθωτική, πλαστική επέμβαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επιλογή της μαστεκτομής δεν σημαίνει πιο επιθετική νόσο.
Μετά τη χειρουργική επέμβαση, συνήθως χρειάζεται να ακολουθήσει κάποια μορφή συστηματικής θεραπείας με φάρμακα, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη μεταστάσεων. Η επιλογή της κατάλληλης επικουρικής θεραπείας εξαρτάται από τα επιμέρους χαρακτηριστικά των κυττάρων του καρκίνου. Ανάλογα με τις αναλύσεις, σε άλλες ασθενείς θα χορηγηθεί ορμονοθεραπεία (ορμονοευαίσθητος καρκίνος με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς) και σε άλλες χημειοθεραπεία (καρκίνος με αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς), ενώ μερικές φορές θα γίνει συνδυασμός των δύο θεραπειών. Τα χαρακτηριστικά του καρκίνου είναι αυτά που θα καθορίσουν ποια είναι η καλύτερη θεραπεία για τη συγκεκριμένη ασθενή.
Δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ότι η επανορθωτική επέμβαση για αποκατάσταση του μαστού έπειτα από μαστεκτομή με τοποθέτηση σιλικόνης έχει αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία της νόσου, ενώ με τα σύγχρονα μέσα που διαθέτουμε δεν δυσκολεύεται καθόλου η παρακολούθηση της ασθενούς. Αντίθετα, στις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή, η αποκατάσταση της εξωτερικής τους εμφάνισης μπορεί να έχει σημαντικά θετική επίδραση στην ψυχολογία τους και συγχρόνως λύνει πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητάς τους, όπως την αποφυγή χρήσης τεχνητών μαστών, ευκολία στην ένδυση, στο μπάνιο κλπ.
Ο καρκίνος του μαστού είναι ένα πολύ συχνό νόσημα και επειδή απασχολεί μεγάλο αριθμό γυναικών, στην εποχή μας υπάρχουν ιατροί που είναι εκπαιδευμένοι και εξειδικευμένοι μόνο σε αυτό το αντικείμενο. Φροντίστε, αρχίζοντας από τον προληπτικό έλεγχο και έως την περίπτωση που υπάρχει υποψία ή διάγνωση καρκίνου, να αντιμετωπιστείτε από εξειδικευμένους ιατρούς.
Η θεραπεία μίας γυναίκας με καρκίνο του μαστού θα πρέπει να αποφασίζεται ύστερα από συζήτηση όλων των ευρημάτων από την ομάδα των εξειδικευμένων στον καρκίνο του μαστού ιατρών (ογκολογικό συμβούλιο). Ο χειρουργός μαστού, ο παθολόγος-ογκολόγος και ο ακτινοθεραπευτής-ογκολόγος αποτελούν τις βασικές ειδικότητες αυτής της ομάδος. Φροντίστε να σας εξηγηθούν και να σας αιτιολογηθούν οι θεραπευτικές αποφάσεις, να σας δοθούν γραμμένα όλα τα αποτελέσματα των εξετάσεων, των αναλύσεων και της αγωγής που θα ακολουθήσετε. Μπορείτε επίσης να πάρετε και μία «δεύτερη» γνώμη, είναι απόλυτα θεμιτό.
Απαντήσεις από τον Αναπληρωτή Καθηγητή Κυτταρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Πέτρο Καρακίτσο
Κάθε άνθρωπος ο οποίος είχε οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του σεξουαλικές επαφές, έχει πιθανότητα να έχει μολυνθεί από τον ιό HPV. Η λοίμωξη από υψηλού κινδύνου ιούς των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων (high risk HPV) αποτελεί κύριο αιτιογενετικό παράγοντα του καρκίνου τραχήλου μήτρας. Ο περιοδικός έλεγχος και επανέλεγχος με τεστ Παπ μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες να προσβληθώ από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Το τεστ Παπανικολάου είναι μια μέθοδος συλλογής κυττάρων από την επιφάνεια του τραχήλου. Τα κύτταρα ελέγχονται για τυχόν ανωμαλίες με τη βοήθεια μικροσκοπίου. Εάν εντοπιστούν κύτταρα με αλλοιώσεις (προκαρκινικές), τότε μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε πριν αυτά εξελιχθούν σε καρκινικά.
Ο καρκίνος του τραχήλου μπορεί λοιπόν να εντοπιστεί στα αρχικά του στάδια, όπου είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστεί.
Κύριος αιτιογενετικός παράγοντας του καρκίνου τραχήλου μήτρας είναι η λοίμωξη από υψηλού κινδύνου ιούς των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων (high risk HPV). Ο HPV μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και συνήθως, η λοίμωξη από τον ιό προηγείται αρκετά χρόνια πριν την ανίχνευση των αλλοιώσεων που προκαλεί στον τράχηλο της μήτρας.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι του ιού HPV. Μέχρι σήμερα, έχουν αναγνωριστεί περισσότεροι από 120 τύποι του ιού. Από αυτούς, μόνο 20 συγκεκριμένοι υπότυποι, οι λεγόμενοι «υψηλού κινδύνου», μπορούν να προκαλέσουν αλλοιώσεις στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας με δυνατότητα εξέλιξης σε καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Οι περισσότεροι σεξουαλικά ενεργοί άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα έρθουν σε επαφή με τον ιό. Οι περισσότερες γυναίκες (σχεδόν το 80%), οι οποίες είναι σεξουαλικά ενεργές θα προσβληθούν από τον ιό μέχρι τα 50 τους.
Περισσότερες πιθανότητες μόλυνσης από τον ιό έχουν άτομα με περισσότερους του ενός σεξουαλικούς συντρόφους, άτομα των οποίων ο σύντροφος είχε περισσότερες της μίας σεξουαλικές σχέσεις στο παρελθόν και άτομα με σύντομη διάρκεια σεξουαλικών σχέσεων.
Ένα μη φυσιολογικό τεστ Παπ είναι συχνά ένδειξη παρουσίας του HPV, ενώ μπορεί επίσης να ανιχνευθεί με τεχνικές μοριακής βιολογίας.
Εάν έχω HPV, σημαίνει ότι ο σύντροφός μου υπήρξε άπιστος;
Όχι! ο HPV δεν αποτελεί ένδειξη απιστίας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε αποκτήσαμε τον ιό και από ποιον. Μπορεί, για παράδειγμα, να είχαμε μολυνθεί με τον ιό χρόνια πριν εκδηλώσουμε αλλοίωση σχετιζόμενη με τον HPV.
Όχι! Μόνο η μία στις 1000 γυναίκες που έχει προσβληθεί από HPV υψηλού κινδύνου θα αναπτύξει καρκίνο τραχήλου της μήτρας, αν δεν ελεγχθεί ποτέ στη ζωή της με τεστ Παπ. Τις περισσότερες φορές η μόλυνση από HPV υποχωρεί από μόνη της. Μερικές φορές, η λοίμωξη παραμένει για χρόνια. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται εμμένουσα λοίμωξη και μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο.
Το τεστ ΠΑΠ
Τα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας μου είναι είτε φυσιολογικά είτε μη φυσιολογικά. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να είναι:
Η παρουσία μη φυσιολογικών κυττάρων σε ένα τεστ Παπ είναι αρκετά συχνή (10-15% των περιπτώσεων). Συνήθως τα κύτταρα παρουσιάζουν ήπιες αλλοιώσεις. Εάν η παρακολούθηση και η αντιμετώπιση γίνει έγκαιρα και σύμφωνα με τις υποδείξεις του γυναικολόγου, τα κύτταρα αυτά σπάνια εξελίσσονται σε καρκινικά.
Σύμφωνα με τις υποδείξεις του Αμερικάνικου Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) για γυναίκες με σεξουαλική ζωή, ο έλεγχος πρέπει να ξεκινάει το αργότερο 3 χρόνια μετά την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας ή το αργότερο στο 21ο έτος, ανεξαρτήτως της ηλικίας έναρξης της σεξουαλικής ζωής. Στην Ευρώπη, στα περισσότερα οργανωμένα προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου το πρώτο τεστ Παπ γίνεται μετά το 25ο έτος.
Σύμφωνα με τις υποδείξεις του αμερικάνικου CDCγια γυναίκες με σεξουαλική ζωή,το τεστ Παπ πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο μέχρι τα 30 έτη. Μετά το 30ό έτος ηλικίας, και εφόσον τα προηγούμενα τεστ Παπ ήταν φυσιολογικά, την εξέταση να επαναλαμβάνεται ανά διετία ή τριετία εφόσον ο γυναικολόγος συμφωνήσει ότι η γυναίκα δεν εντάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες υψηλού κινδύνου, που χρήζουν συχνότερου ελέγχου.
Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες για γυναίκες με σεξουαλική ζωή, το τεστ Παπ γίνεται κάθε 3 χρόνια μέχρι τα 55 έτη. Μετά το 56ο έτος ηλικίας (με φυσιολογικά προηγούμενα τεστ Παπ), η εξέταση να επαναλαμβάνεται ανά πενταετία και ο γυναικολόγος συμφωνήσει ότι η γυναίκα δεν εντάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες υψηλού κινδύνου.
Εάν δεν ανήκω σε ομάδα αυξημένου κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας, μπορώ να διακόψω τον περιοδικό μου έλεγχο στην ηλικία των 65-70, σύμφωνα με τις υποδείξεις του αμερικάνικου CDC και τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες για γυναίκες με σεξουαλική ζωή.
Η αξία του τεστ Παπ έγκειται στο ότι μπορεί να εντοπίσει αλλαγές στον τράχηλο της μήτρας (προκαρκινωματώδεις) πριν ακόμα εμφανιστούν συμπτώματα.
2 μέρες πριν από την εξέταση:
ΟΧΙ
Οφείλετε να ελέγχεστε με τεστ Παπ εάν έχετε υποβληθεί σε θεραπείες για καρκίνο ή για προκαρκινωματώδεις αλλοιώσεις καρκίνου τραχήλου μήτρας, ή εάν έχετε υποβληθεί σε υστερεκτομή χωρίς την αφαίρεση του τραχήλου.
Η επίσκεψή σας στον γυναικολόγο θεωρείται επιβεβλημένη ακόμα και αν δεν χρειάζεστε τεστ Παπ.
Εμβόλια έναντι της λοίμωξης από συγκεκριμένους υποτύπους του HPV.
Απαντήσεις από την Ελληνική Εταιρεία Ογκολογίας Πεπτικού
Στη δημιουργία του καρκίνου του παχέος εντέρου συμμετέχουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Οι γενετικοί παράγοντες μπορεί να καθορίσουν ποια άτομα έχουν την προδιάθεση να αναπτύξουν τη νόσο, ενώ οι διαιτητικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να καθορίσουν ποια από τα παραπάνω άτομα τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο, τελικά θα εμφανίσουν καρκίνο του παχέος εντέρου.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα κύτταρα που καλύπτουν το εσωτερικό του παχέος εντέρου (βλεννογόνος) μέσα σε λίγες ημέρες πεθαίνουν και αντικαθίστανται από καινούργια. Όταν για διαφορετικούς λόγους συμβούν βλάβες στα γονίδια (γενετικό υλικό) των κυττάρων αυτών, τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται συνεχώς με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός πολύποδα. Ο πολύποδας είναι ένας καλοήθης όγκος μεγέθους μερικών χιλιοστών ή εκατοστών που εμφανίζεται στο εσωτερικό του εντερικού σωλήνα και συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Σε μεταγενέστερο στάδιο και εφόσον επέλθουν και άλλες βλάβες στα γονίδια των κυττάρων του πολύποδα, τότε αναπτύσσεται ο καρκίνος.
Οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες, που εμπλέκονται στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου. Τα διαθέσιμα στοιχεία των μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί σε πολλές χώρες του κόσμου δείχνουν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου είναι χαμηλότερος σε πληθυσμούς με αυξημένη πρόσληψη φρούτων και λαχανικών καθώς και ότι ο κίνδυνος αυτός μεταβάλλεται εφόσον επέλθει αλλαγή των διατροφικών συνηθειών.
Ένας από τους διαιτητικούς παράγοντες που είχε συνδεθεί με την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου ήταν η χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών (ή φυτικού υπολείμματος). Εντούτοις, πρόσφατες μελέτες δεν διαπίστωσαν ότι οι φυτικές ίνες πράγματι ασκούν σημαντική προστατευτική δράση. Φαίνεται πάντως ότι τόσο η ποσότητα, όσο και ο τύπος των φυτικών ινών έχουν σημασία στην πρόληψη του καρκίνου του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Τα πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα έλαια (ιχθυέλαια) καθώς και το ελαιόλαδο ασκούν προστατευτική δράση.
Επίσης, το ασβέστιο, το σελήνιο (ένα ιχνοστοιχείο που περιέχεται σε αρκετές τροφές) καθώς και η βιταμίνη D, φαίνεται ότι ασκούν προστατευτική δράση. Ακόμη η λήψη φυλλικού οξέος (περιέχεται σε πολλά τρόφιμα φυτικής προελεύσεως) μειώνει την εμφάνιση καρκίνου και πολυπόδων του παχέος εντέρου.
Κλινικές μελέτες των τελευταίων ετών επιβεβαιώνουν τον προστατευτικό ρόλο της ασπιρίνης και των αντιρρευματικών φαρμάκων όσον αφορά στην πρόληψη εμφάνισης καρκίνου και πολυπόδων του παχέος εντέρου. Τα φάρμακα αυτά όμως μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες και αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν συστήνεται η λήψη ασπιρίνης ως προφυλακτικής ουσίας για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Η υπερβολική κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ενδεχομένως ζωικού λίπους φαίνεται ότι σχετίζονται με την εμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η κατανάλωση καφέ που στο παρελθόν είχε θεωρηθεί ότι προστάτευε από την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου σήμερα θεωρείται ότι ούτε προστατεύει ούτε προδιαθέτει σε εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου. Επίσης, δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνδέουν την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου με την κατανάλωση οινοπνεύματος.
Οι καπνιστές φαίνεται να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος αυτός εξαρτάται από τη διάρκεια και την ποσότητα του καπνίσματος, ενώ φαίνεται να ελαττώνεται με τη διακοπή του καπνίσματος. Την ίδια επιβάρυνση φαίνεται να έχει και το κάπνισμα καπνού με τη μορφή πούρου ή με πίπα. Δεδομένων δε και των άλλων βλαβερών συνεπειών του καπνίσματος, η διακοπή του θεωρείται ούτως ή άλλως ωφέλιμη.
Η απάντηση είναι αναμφίβολα καταφατική. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να διαγνωσθεί σε πρώιμα στάδια μέσω του προληπτικού ελέγχου των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού αλλά και να προληφθεί με την αφαίρεση των προκαρκινικών βλαβών (πολυπόδων) του εντέρου. Η πρώιμη διάγνωση εξασφαλίζει την πλήρη σχεδόν θεραπεία.
Επειδή ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι συχνότερος στους συγγενείς των πασχόντων, οι συγγενείς πρώτου βαθμού θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους.
Η ηλικία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Διαχωρίζονται δύο βασικές κατηγορίες κινδύνου: η ομάδα μέσου κινδύνου και η ομάδα υψηλού κινδύνου.
Στην πρώτη ανήκουν τα άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών. Μετά την ηλικία αυτή η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου διπλασιάζεται για κάθε δεκαετία ζωής. Τα άτομα αυτά (φυσιολογικά κατά τα άλλα) θα πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμασία ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα κάθε χρόνο και σε σιγμοειδοσκόπηση κάθε 3 ή 5 χρόνια, ή σε ολική κολονοσκόπηση ανά 10ετία.
Στην ομάδα υψηλού κινδύνου ανήκουν άτομα με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό πολυπόδων ή καρκίνου του παχέος εντέρου, καθώς και ασθενείς με μακροχρόνια ελκώδη κολίτιδα ή νόσο του Crohn. Τα άτομα αυτά πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα σε κολονοσκόπηση, ανεξάρτητα από την ηλικία τους καθώς όσοι ανήκουν σε οικογένειες με κληρονομική προδιάθεση για καρκίνο του παχέος εντέρου μπορεί να εμφανίσουν καρκίνο σε ποσοστό που φτάνει το 100% ενώ ο καρκίνος σε αυτή την ομάδα εμφανίζεται σε νεαρότερη ηλικία.
Απαντήσεις από τον Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών,
Αλέξανδρο Ι. Στρατηγό
Μελάνωμα είναι ένας κακοήθης όγκος του δέρματος που προέρχεται από τα μελανοκύτταρα, τα κύτταρα που παράγουν τη χρωστική του δέρματος (μελανίνη). Σε αντίθεση με τα καρκινώματα του δέρματος που προέρχονται από τα κερατινοκύτταρα και έχουν βραδεία τάση ανάπτυξης και καλή πρόγνωση (παλαιότερα αποκαλούνταν επιθηλιώματα), το μελάνωμα έχει επιθετική βιολογική συμπεριφορά που μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή του ατόμου, αν δεν διαγνωστεί έγκαιρα.
Συχνότερα εμφανίζεται σε περιοχές του δέρματος, όπως η ράχη (άνδρες) και κάτω άκρα (γυναίκες), περιοχές δηλαδή που είναι προφυλαγμένες κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών και εκτίθενται απότομα σε έντονη ηλιακή έκθεση, όπως συμβαίνει στην αρχή του καλοκαιριού. Μπορεί, ωστόσο, να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος, ακόμα και σε σημεία που είναι προφυλαγμένα από την ηλιακή έκθεση, όπως το τριχωτό της κεφαλής ή οι γλουτοί. Υπάρχει επίσης μία μορφή μελανώματος η οποία παρουσιάζεται στο πρόσωπο και αναπτύσσεται σε μεγάλης ηλικίας άτομα στο έδαφος μίας προϋπάρχουσας κηλίδας που μεγαλώνει πολύ αργά με τον χρόνο (κακοήθης φακή).
Η συχνότητα του μελανώματος διαφέρει γεωγραφικά και εξαρτάται κυρίως από το γεωγραφικό μήκος και το χρώμα του δέρματος. Η υψηλότερη συχνότητα εμφανίζεται στην Αυστραλία, λόγω του ανοιχτόχρωμου δέρματος των κατοίκων της και τις συνθήκες υψηλής ηλιοφάνειας που επικρατούν στη χώρα αυτή. Παρόμοια υψηλή συχνότητα υπάρχει στις ΗΠΑ και στις βορειοδυτικές χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει χαμηλότερη συχνότητα μελανώματος σε σχέση με τις βορειότερες χώρες της Ευρώπης. Ακριβή στοιχεία επιδημιολογικής καταγραφής δεν υπάρχουν αλλά υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 300-400 νέα κρούσματα μελανώματος στη χώρα μας.
Δυστυχώς η συχνότητα του μελανώματος αυξάνει σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα σε πληθυσμούς με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η αύξηση αποδίδεται στην αυξημένη έκθεση του σημερινού ανθρώπου στην ηλιακή ακτινοβολία (και το υπεριώδες φάσμα της) για ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους.
Με βάση τη σημερινή κατάσταση, η υπερέκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία αποτελεί τον ενοχοποιητικό παράγοντα στο 70-80% των περιπτώσεων. Άλλοι παράγοντες που συμμετέχουν στην αιτιολογία του μελανώματος είναι γενετικοί παράγοντες, ανοσοκαταστολή, η παρουσία γιγαντιαίων συγγενών σπίλων («ελιών» που υπάρχουν από τη γέννηση) και ορισμένες σπάνιες κληρονομικές δερματοπάθειες, όπως η μελαγχρωματική ξηροδερμία.
Ο ήλιος αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα του μελανώματος στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Αν και ο μηχανισμός δράσης της υπεριώδους ακτινοβολίας στη γένεση του μελανώματος δεν είναι επακριβώς γνωστός, υποθέτουμε ότι η διαλείπουσα έκθεση (αυτή που προσλαμβάνουμε στις καλοκαιρινές διακοπές) είναι πιο σημαντική, ειδικά όταν συμβαίνει σε ανοιχτόχρωμο μη προσαρμοσμένο δέρμα. Τα έντονα ηλιακά εγκαύματα σε οποιαδήποτε ηλικία αποτελούν έναν δείκτη επικινδυνότητας για τη νόσο. Το κατά πόσο τα ίδια τα εγκαύματα συμβάλλουν στην παθογένεση του μελανώματος προκαλώντας ογκογόνες μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό των μελανοκυττάρων ή αποτελούν απλώς έναν δείκτη της ευαισθησίας του δέρματος είναι υπό διερεύνηση.
Σε ένα ποσοστό 10% των περιπτώσεων υπάρχει κληρονομικότητα, με την έννοια ότι συνυπάρχουν κι άλλα κρούσματα μελανώματος μέσα στην ίδια οικογένεια. Εκτός από το οικογενειακό ιστορικό, γενετική προδιάθεση συνήθως υπάρχει σε ασθενείς που εκδηλώνουν μελάνωμα σε νεαρή ηλικία (<30 ετών) και σε άτομα με εμφάνιση περισσότερων του ενός μελανωμάτων. Αν και υπάρχει γενετικό τεστ για το μελάνωμα, που ανιχνεύει μεταλλάξεις του μόνου γονιδίου που έχει συσχετιστεί προς το παρόν με το μελάνωμα (γονίδιο CDKN2A ή p16), η πρακτική εφαρμογή του σε ασθενείς με μελάνωμα διερευνάται.
Τα άτομα που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν μελάνωμα είναι:
1. Άτομα με ιστορικό υπέρμετρης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία. Στην ομάδα αυτή συγκαταλέγονται και εκείνα τα άτομα που έχουν υποστεί έντονα ηλιακά εγκαύματα, που έχουν εργαστεί πολλά χρόνια στον ήλιο ή που έχουν ζήσει σε τροπική χώρα. Επίσης, άτομα που έχουν εκτεθεί σε πηγές τεχνητού μαυρίσματος (solarium), ειδικά εκείνοι που έχουν ξεκινήσει τη συνήθεια αυτή από την εφηβική ηλικία και υποβάλλονται σε μεγάλο αριθμό συνεδριών κάθε χρόνο.
2. Άτομα με συγκεκριμένο τύπο δέρματος που εμφανίζει μεγάλη ευαισθησία στον ήλιο, χωρίς να αναπτύσσει τους συνήθεις προστατευτικούς μηχανισμούς (μαύρισμα). Ο τύπος δέρματος αυτός χαρακτηρίζεται από ανοιχτόχρωμα μάτια (γαλανά, γκρι), μαλλιά (ξανθά, κόκκινα) και δέρμα, ενώ αναπτύσσει εύκολα φακίδες στο πρόσωπο ή στη ράχη.
3. Άτομα με μεγάλο αριθμό (>50) κοινών σπίλων, η παρουσία των οποίων πιθανώς έχει γενετική βάση, επηρεάζεται από την έκθεση στον ήλιο κατά την παιδική ηλικία και δείχνει μια ενδογενή ενεργοποίηση των μελανοκυττάρων γενικότερα.
4. Άτομα με «δυσπλαστικούς» σπίλους οι οποίοι διαφέρουν από τους κοινούς σπίλους στο ότι έχουν μεγαλύτερο μέγεθος, και σχετικά ανώμαλο σχήμα και χρώμα.
5. Άτομα με ιστορικό μελανώματος. Κάθε άτομο με ιστορικό μελανώματος έχει μία μικρή πιθανότητα (10-15%) να αναπτύξει και δεύτερο μελάνωμα του δέρματος στο μέλλον. Η πιθανότητα αυτή αυξάνει όταν στο ίδιο άτομο υπάρχουν πολλαπλοί σπίλοι ή υπάρχει οικογενειακό ιστορικό μελανώματος.
6. Άτομα με αποδυναμωμένο ανοσοποιητικό σύστημα: άνθρωποι των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είναι εξασθενημένο από ορισμένες κακοήθειες, από φάρμακα που δίνονται έπειτα από μεταμόσχευση οργάνων ή άλλες καταστάσεις (λοίμωξη HIV/ΑIDS) διατρέχουν αυξανόμενο κίνδυνο αναπτύξεως μελανώματος.
Τα άτομα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση μελανώματος, πρέπει να συμβουλεύονται συχνά τον ιατρό τους, να ενημερώνονται για την ασθένεια, τα συμπτώματά της και τους τρόπους πρόληψης και προστασίας.
Επισημαίνεται επίσης ότι το μελάνωμα μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα χωρίς τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου.
Το μελάνωμα είναι ουσιαστικά θεραπεύσιμο εάν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί όσο ο όγκος είναι επιφανειακός (λεπτού «πάχους» σε ιστολογική εξέταση) και δεν έχει εισβάλει βαθιά στο δέρμα. Η έγκαιρη ανίχνευση του μελανώματος έχει, επομένως τεράστια σημασία για την πρόγνωση των ασθενών και επιτυγχάνεται με μία απλή εξέταση του δέρματος από εξειδικευμένο ιατρό (δερματολόγο).
Στην Ελλάδα, τα περισσότερα μελανώματα διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο, αλλά υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις, ειδικά σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (>60 ετών), στις οποίες η νόσος ανιχνεύεται σε προχωρημένη φάση.
Ο συχνότερος τύπος μελανώματος εμφανίζει μία αρχική επιφανειακή επέκταση («ελιά» με ανώμαλο σχήμα και χρώμα που «απλώνει» ασύμμετρα). Σε δεύτερο στάδιο, το μελάνωμα αποκτά μία κάθετη φάση ανάπτυξης και διεισδύει βαθιά στο δέρμα διηθώντας αιμοφόρα αγγεία και λεμφαγγεία με δυνατότητα διασποράς εκτός του δέρματος. Η διασπορά του όγκου συνήθως ξεκινάει από τους γειτονικούς λεμφαδένες και μπορεί να επεκταθεί σε απομακρυσμένα όργανα και ιστούς προκαλώντας μεταστάσεις στους πνεύμονες, στο συκώτι και στον εγκέφαλο. Το προσδόκιμο επιβίωσης λοιπόν εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο διαγιγνώσκεται το μελάνωμα: όταν είναι επιφανειακό και εντοπισμένο στο δέρμα η 5ετής επιβίωση είναι >80-90%, όταν έχει επεκταθεί στους λεμφαδένες κυμαίνεται από 30-70%, ενώ όταν έχει εκδηλώσει μεταστάσεις η πρόγνωση είναι δυσμενής.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του μελανώματος είναι κυρίως χειρουργική. Συνήθως η χειρουργική προσέγγιση γίνεται σε 2 φάσεις. Πρώτα αφαιρείται η βλάβη, γίνεται ιστολογική εξέταση και, αφού επιβεβαιωθεί, γίνεται συμπληρωματική αφαίρεση για καλύτερο καθαρισμό της περιοχής. Αν η ιστολογική εξέταση δείξει αυξημένη διείσδυση μελανώματος στο δέρμα (αυξημένο «πάχος»), τότε πολλά κέντρα προχωρούν στη βιοψία λεμφαδένα «φρουρού» προκειμένου να εξετάσουν αν έχουν προσβληθεί οι γειτονικοί λεμφαδένες. Σε περίπτωση που υπάρχει προσβολή λεμφαδένων γίνεται ολική αφαίρεση (λεμφαδενικός καθαρισμός) και ο ασθενής τίθεται σε προφυλακτική θεραπεία με ανοσολογικούς παράγοντες (ιντερφερόνη). Σε προχωρημένα στάδια της νόσου (μεταστάσεις), η αντιμετώπιση γίνεται με χημειοθεραπευτικούς παράγοντες ή συνδυασμό ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας.
Μια απλή δερματολογική εξέταση είναι αρκετή για να εντοπίσει τυχόν ύποπτες βλάβες. Η εξέταση του δέρματος από δερματολόγο γίνεται με την απλή κλινική εξέταση (επισκόπηση), με τη δερματοσκόπηση (εξέταση με ειδικό φακό που «φωτίζει» τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες των σπίλων), και με τη χρήση ψηφιακής φωτογράφησης και ανάλυσης από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η τελευταία αυτή μέθοδος γίνεται σε εξειδικευμένα κέντρα και με ειδικό εξοπλισμό ο οποίος επιτρέπει τη φωτογράφηση των σπίλων σε μία δεδομένη στιγμή και τη σύγκριση των εικόνων αυτών σε μία μελλοντική εξέταση του ασθενούς για την ανίχνευση πιθανών αλλαγών στους σπίλους αυτούς. Η χαρτογράφηση είναι μέθοδος παρακολούθησης (δεν θέτει διάγνωση) και εφαρμόζεται σε άτομα που έχουν πολλαπλούς ή δυσπλαστικούς σπίλους για να διευκολύνει την αξιολόγηση τυχόν αλλαγών στις βλάβες αυτές. Η αυτοεξέταση του δέρματος αποτελεί επίσης μία σημαντική μέθοδο πρόληψης καθώς ο ασθενής είναι σε θέση να εξετάζει το δέρμα του σε τακτικότερα χρονικά διαστήματα από τον ιατρό.
Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται από το κεφάλι έως τα πόδια. Μην ξεχάσετε να ελέγξετε όλες τις περιοχές του δέρματος, συμπεριλαμβανομένης της πλάτης, του τριχωτού της κεφαλής, της περιοχής μεταξύ των γλουτών και της γεννητικής περιοχής.